1.- ΙΣΧΥΟΥΝ ΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΙΔΙΚΤΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ?
1)Στο άρθρο 51 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, κατά το οποίο η απόκτηση κυριότητας κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους
2)το διάταγμα της βαυαρικής αντιβασιλείας (1835) όρισε μεν ότι «οι πολιτικοί νόμοι (δηλαδή το αστικό δίκαιο) των βυζαντινών αυτοκρατόρων (...) θέλουν ισχύει μεχρισού δημοσιευθή ο πολιτικός κώδηξ, του οποίου την σύνταξιν διετάξαμεν ήδη»,\
ΣΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ:
Ι)Tο ζήτημα των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου τίθεται με τα πρώτα Ελληνικά Συντάγματα:
1)Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ή Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατ. Ελλάδος, 4/11/1821: "Οι κοινωνικοί νόμοι των αειμνήστων χριστιανών αυτοκρατόρων της Ελλάδος μόνοι ισχύουσι κατά το παρόν εις την Ανατολικήν Χέρσον Ελλάδαν-
2Προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος 1/1/1822, όπου μεταξύ άλλων λέει: "Άχρι της κοινοποιήσεως των ειρημένων κωδίκων, αι πολιτικαί και εγκληματικαι διαδικασίαι βάσιν έχουσι τους Νόμους των αειμνήστων Χριστιανών ημών αυτοκρατόρων".-
3)Νόμος της Επιδαύρου, Β Εθνική Συνέλευση, εν Άστρει 1823, επαναλαμβάνονται τα παραπάνω και στις 1/4/1823 από τα Πρακτικά διαβάζουμε: "Διορίζεται επιτροπή για να εκθέση τα κυριώτερα των εγκληματικών εκ του προχείρου, ερανιζομένη από τους νόμους των ημετέρων αειμνήστων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων".-
4)Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, Τροιζήνα, 1827 :"Έως ότου δημοσιευθώσι Κώδικες οι Βυζαντινοί Νόμοι (..) και οι παρά της Ελληνικής Πολιτείας δημοσιευόμενοι νόμοι έχουν ισχύν".[Πηγή: "Περίγραμμα ιστορίας του μεταβυζαντινού δικαίου" του Δημήτριου Γκιώνη, 1966, σ. 290, σ.291, σ.293, σ.304]3)το διάταγμα της βαυαρικής αντιβασιλείας (1835) όρισε μεν ότι «οι πολιτικοί νόμοι (δηλαδή το αστικό δίκαιο) των βυζαντινών αυτοκρατόρων (...) θέλουν ισχύει μεχρισού δημοσιευθή ο πολιτικός κώδηξ, του οποίου την σύνταξιν διετάξαμεν ήδη»,)
5)Με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του νόμου ΣΙΓ/14.11.1913, με τον οποίο κυρώθηκε η μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας συνθήκη των Αθηνών, η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να εφαρμόζει στις Νέες Χώρες του Οθωμανικούς νόμους που ίσχυαν κατά την γενομένη το έτος 1912 κατάληψη τους και επί πλέον να αναγνωρίσει επί τη βάση των νόμων αυτών ήδη κτηθέντα εμπράγματα δικαιώματα.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 167, 175, 181 και 185 του Οθωμανικού Κώδικος προκύπτει ότι οι μεταβιβάσεις των ακινήτων καθαράς ιδιοκτησίας (μουλκίων) δεν υπέκειντο σε διατυπώσεις και συνεπώς επιτρέπετο η απόδειξή των και με ιδιωτικά έγγραφα (μαρτυρικά), τα οποία αποτελούσαν νόμιμο τίτλο μεταβιβάσεως, καθ’ όσον τα «μούλκια» εξωμοιούντο προς τα κινητά και ουδεμία μεταγραφή της μεταβιβαστικής συμβάσεως απητείτο εις τα κτηματολογικά βιβλία, ως απητείτο επί μεταβιβάσεων Βακουφικών και δημοσίων γαιών, επί των οποίων γαιών η πολιτεία διατηρούσε δικαίωμα ψιλής κυριότητας και απητείτο η συναίνεσή της για κάθε μεταβίβαση, δι» ό και οι μεταβολές του νομ. 28 Ρετλεπ του 1291. Τουρικικού έτους δεν διαφοροποίησαν τον τρόπο μεταβιβάσεων των «μουλκίων» ως εκ της διαφόρου φύσεως αυτών προβλεπόμενες από το ιερό Μουσουλμανικό δίκαιο. (BΛ777/2001 ΑΠ )
ΤΙ ΙΣΧΥΕΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Το θέμα της εκποιήσεως ή ανταλλαγής των εκτός της περιοχής του Αγίου Όρους ακινήτων ρυθμίζει ο ν. 1198/1981 «περί ρυθμίσεως θεμάτων αναγομένων εις την εκτός του Άθω ακίνητον περιουσίαν των Ι. Μονών του Αγίου Όρους και άλλων τινών διατάξεων», ο οποίος επιτρέπει την εκποίηση ή την ανταλλαγή της ανωτέρω περιουσίας (κάθε μορφής αδιακρίτως, ήτοι δασικής, αγροτικής, αστικής), κατόπιν αποφάσεως της Γεροντικής αυτών Συνάξεως, λαμβανομένης κατά πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών αυτής, μόνο για λόγους προφανούς ωφελείας τους, όπως επί ακινήτων άνευ προσόδου, ή όταν δια του τιμήματος της πωλήσεως αντιμετωπίζεται θεραπεία σοβαρής ανάγκης της Ιεράς Μονής (άρθρο 1), η εκποίηση δε των ακινήτων αυτών γίνεται δια δημοπρασίας (άρθρο 2). Αλλά ο νομοθέτης συνεκτιμώντας τους εθνικούς και θρησκευτικούς λόγους, οι οποίοι επέβαλαν το αναπαλλοτρίωτο των άνω ακινήτων, θέσπισε αυστηρές διατυπώσεις στην εκποίηση τους, όταν αγοραστής δεν είναι το Δημόσιο ή Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, η μη τήρηση των οποίων επάγεται ακυρότητα της εκποιήσεως, η οποία είναι σχετική, ταχθείσα υπέρ της Ιεράς Μονής και της Ιεράς Κοινότητας (άρθρο 3) (Γνωμοδότηση Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκιδικής 846/1986, ΝοΒ 1986. 1261, Ι. Κονιδάρη, ΝοΒ 40.982 επ.). Ο νόμος αυτός αφορά τις εκποιήσεις ή ανταλλαγές ακινήτων που έγιναν μετά τη δημοσίευση του, δηλαδή μετά την 1-9-1981 (άρθρο 12).5)Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 21 του ν.δ. 22/4- 16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων του Δημοσίου, της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π.??, μεταξύ των οποίων ακινήτων κτημάτων περιλαμβάνονται και εκείνα των Ιερών Μονών, προκύπτει, ότι τα εμπράγματα δικαιώματα επ’ αυτών δεν υπόκεινται σε καμμία παραγραφή στο μέλλον, η δε αρξαμένη ουδεμία έχει συνέπεια, αν μέχρι την δημοσίευση του διατάγματος δεν είχε συμπληρωθεί η τριακονταετής, κατά τους νόμους του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, παραγραφή και συνακόλουθα, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και η τριακονταετής χρησικτησία και μάλιστα με ανεπίληπτη νομή.Κατά το άρθρο 111 του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους, οι κοινοβιακές Μονές διοικούνται από τον Ηγούμενο, τη Γεροντική Σύναξη και την Επιτροπή, κατά δε το άρθρο 30 αυτού: «Ο ηγούμενος μετά της επιτροπής εν τοις κοινοβίοις … ενεργούσι τα της διοικήσεως και διαχειρίσεως της μονής … πλην των γενικωτέρας φύσεως ζητημάτων, οποία είναι …, άτινα δέον να φέρωσι υπό την κρίση της συνάξεως, αρμοδίας να αποφασίζει». Από τις διατάξεις αυτές του Καταστατικού Χάρτη προκύπτει ότι η κατάρτιση συμβάσεως δεσμεύουσας την αποτελούσα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου μονή, ως πράξη διοικήσεως αυτής και διαχειρίσεως της περιουσίας της, δεν ανήκει στην εξουσία μόνον του ηγουμένου της αλλά τούτου και της επιτροπής, ενεργούντων από κοινού ή υπό τούτου μεν αλλά εξουσιοδοτημένου υπό της επιτροπής. Επίσης, κατά το άρθρο 99 του ιδίου Καταστατικού Χάρτη ορίζει ότι: «τα έγγραφα των μονών υπογράφουσι, των Κοινοβίων μεν ο Ηγούμενος των δε ιδιορρύθμων οι Επίτροποι και φέρουσι τη σφραγίδα της Μονής, ο δε τύπος της υπογραφής του Ηγουμένου είναι ούτος: Ο καθηγούμενος της ιεράς Μονής και οι συν εμοί εν Χριστώ αδελφοί». Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με την προαναφερθείσα του άρθρου 90 του εν λόγω Καταστατικού Χάρτη, που ορίζει ότι: «ο Ηγούμενος μετά της Επιτροπής εν τοις κοινοβίοις κρατούν… τη σφραγίδα της Μονής και ενεργούν τα της διοικήσεως και διαχειρίσεως αυτής …», συνάγεται ότι: α) η καταρτιζόμενη στο όνομα του νομικού προσώπου της μονής σύμβαση, ως «έγγραφο της Μονής» κατά την πρώτη των διατάξεων αυτών, υπογράφεται από μόνο τον Ηγούμενο αυτής, για την ύπαρξη όμως εξουσίας αυτού προς δέσμευση της μονής απαιτείται η δήλωση της βουλήσεως του από κοινού με τον Ηγούμενο της Μονής ασκούντος τη διοίκηση αυτής (άρθρο 70 ΑΚ) ετέρου οργάνου της, δηλαδή της Επιτροπής και β) η προς το σκοπό αυτό έγγραφη δήλωση βουλήσεως της Επιτροπής πρέπει να φέρει τις υπογραφές του εκδότη του εγγράφου κατ` άρθρο 160 παρ. 1 ΑΚ, όχι δε την υπογραφή του Ηγουμένου κατά την παραπάνω διάταξη του άρθρου 99 του ΚΧΑΟ, αφού δεν αποτελεί «έγγραφο της μονής» αλλά έγγραφο που εκφράζει τη βούληση οργάνου της μονής στην άσκηση της από το νόμο αρμοδιότητας του (ΑΠ 783/2000, ΕλλΔ/νη 42.109).Επισημαίνουμε ότι: Εκ διατάξεως του άρθρου 181 αυτού, που θεσπίζει το αναπαλλοτρίωτο της ακίνητης περιουσίας των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, το οποίο κάμπτεται εφόσον τηρηθεί γι` αυτό ο απαιτούμενος τύπος, ο οποίος επιτρέπει την κατ` εξαίρεση εκποίηση της εκτός Αγίου Όρους ακίνητης περιουσίας των Ιερών Μονών, δυνάμει ειδικής πληρεξουσιότητας («πρατηρίου γράμματος»), η οποία να βεβαιώνει ότι πραγματοποιήθηκε έρευνα η οποία εγγυάται το αζήμιο της εκποιήσεως, ότι συντρέχει εύλογη αιτία, ότι το κτήμα είναι απρόσοδο και ότι η εκποίηση είναι επωφελής για την Ιερά Μονή.