10 Φεβρουαρίου 2008

Το κράτος, η νομιμότητα και το Συμβούλιο της Επικρατείας

Το κράτος, η νομιμότητα και το Συμβούλιο της Επικρατείας

Του Φιλιππου Κ. Σπυροπουλου*

Ο υπουργός Δικαιοσύνης συνέταξε δύο νομοθετικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η πρώτη σκοπό έχει να προσθέσει στα υπάρχοντα έξι Τμήματα ένα ακόμη, το έβδομο, με αρμοδιότητα επί διαφορών από τις δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. Οι διαφορές αυτές κρίνονται τώρα από άλλα Τμήματα του Δικαστηρίου. Η δεύτερη ρύθμιση σκοπό έχει να γίνονται εναλλαγές των δικαστών στα Τμήματα, έτσι ώστε κανείς να μην υπηρετεί περισσότερο από πέντε συνεχή χρόνια στο ίδιο Τμήμα.

Ο υπουργός υπέβαλε τις εν σχεδίω ρυθμίσεις του στο Συμβούλιο της Επικρατείας που είναι αρμόδιο να γνωμοδοτεί για ζητήματα που το αφορούν. Το Συμβούλιο γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία ότι οι προωθούμενες διατάξεις είναι αντισυνταγματικές. Ο υπουργός εξέδωσε δελτία Τύπου, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρει (α) ότι το Δικαστήριο ασκεί «αντιφατικά και καταχρηστικά τα δικαιώματά του», διότι πέρυσι είχε γνωμοδοτήσει ότι η σύσταση νέου Τμήματος είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του νομοθέτη, (β) ότι η μακροχρόνια παραμονή των δικαστών στο ίδιο Τμήμα προκαλεί «παθογένειες και δυσλειτουργίες, καθεστωτική αντίληψη κ.λπ.», (γ) ότι η πλειοψηφία του Δικαστηρίου παραγνωρίζει την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών και την αρμοδιότητα του νομοθέτη να οργανώνει τα δικαστήρια και τέλος, (δ) ότι η Κυβέρνηση δεν θα επιτρέψει τη δημιουργία κράτους δικαστών και μάλιστα ολίγων, ενός μόνο δικαστηρίου.

Στην περυσινή γνωμοδότησή του το Συμβούλιο της Επικρατείας γνωμοδότησε ότι η ίδρυση νέου Τμήματος δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο συνταγματικής διατάξεως, όπως είχε κατά νου η κυβέρνηση, αλλά διατάξεως νόμου. Δεν γνωμοδότησε ότι ο νόμος επιτρέπεται να θεσπίζεται χωρίς έρευνα της συμφωνίας του προς το Σύνταγμα, είτε προληπτικώς από τη Διοικητική Ολομέλεια είτε κατασταλτικώς από το Δικαστήριο. Επομένως, το λεχθέν από τον υπουργό ότι το Συμβούλιο ασκεί «αντιφατικά τα δικαιώματά του» (ανεξάρτητα από το ότι το Δικαστήριο δεν έχει δικαιώματα αλλά αρμοδιότητες), στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση. Στρεβλώνει, μάλιστα, την περυσινή γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το δε λεχθέν ότι το Συμβούλιο ασκεί τα «δικαιώματά του» και «καταχρηστικά» συνιστά ανεπίτρεπτη και αυθαίρετη μομφή: Κατάχρηση σημαίνει παρανομία!

Κατά το έτερο σκέλος τους, οι υπουργικές δηλώσεις περί παθογενειών, δυσλειτουργιών και καθεστωτικών αντιλήψεων που δημιουργούνται από τη μακροχρόνια παραμονή των δικαστών στο ίδιο Τμήμα είναι πρωτίστως υποτιμητικές. Υπονοούν ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως σώμα πολλών δικαστών, αρμόδιο για τις τοποθετήσεις των μελών του στα διάφορα Τμήματά του, αγνοεί τις ανωτέρω –τραγικές, αν υποτεθεί ότι αλήθευαν– συνέπειες της παραμονής των δικαστών στο ίδιο Τμήμα ή ότι τις γνωρίζει και εν τούτοις τις ανέχεται ή τις ενισχύει.

Τα λοιπά, περί παραθεωρήσεως της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών εκ μέρους της πλειοψηφίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και περί «κράτους δικαστών, ολίγων δικαστών ενός μόνο δικαστηρίου», είναι ακόμη περισσότερο απαξιωτικά αλλά και προκλητικά.

Η επικοινωνία της κυβερνήσεως με το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να γίνεται με μομφές και ανοίκειους χαρακτηρισμούς. Οι σχέσεις των τριών λειτουργιών, νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής, είναι ευαίσθητες και λεπτεπίλεπτες. Απαιτούν νηφαλιότητα και περίσκεψη. Η διατάραξή τους βλάπτει ολόκληρη την πολιτεία –και στις τρεις διαστάσεις της– και τους θεσμούς της.

Επί της ουσίας: Το υπουργείο αποσκοπεί να επιταχύνει την απονομή της δικαιοσύνης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στο οποίο εκκρεμούν 30.000 υποθέσεις. Ο σκοπός είναι αναμφίβολα ιερός, αφού η καθυστέρηση των δικών πλήττει τα δικαιώματα των πολιτών. Ομως το Δικαστήριο, που δεν νοείται να μη συμμερίζεται τον σκοπό αυτό, είναι εκείνο που έχει κατά τεκμήριο την πληρέστατη γνώση τόσο για το ποιος είναι ο ενδεικνυόμενος χρόνος υπηρεσίας των δικαστών στα Τμήματά του όσο και για το αν υφίσταται ή όχι ανάγκη δημιουργίας νέου Τμήματος και υπό ποιες προϋποθέσεις. Ανεξαρτήτως τούτου, καθώς και του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας (η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου είναι γνωστή στο υπουργείο από παλαιά), οι προωθούμενες ρυθμίσεις δεν είναι ικανές να επιτύχουν τον σκοπό της επιταχύνσεως των δικών. Αντίθετα, αν τυχόν υιοθετηθούν, θα επιβραδύνουν μετά βεβαιότητος τους ρυθμούς αποδόσεως του δικαίου στο Ανώτατο Δικαστήριο. Τούτο για τους εξής λόγους: η δημιουργία ενός επιπλέον Τμήματος, χωρίς αύξηση του αριθμού των δικαστών, συρρικνώνει τον αριθμό των υπηρετούντων στα λοιπά Τμήματα, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις τους να καθυστερούν εφ’ εξής περισσότερο. Εξ ετέρου η καθιέρωση υποχρεωτικής εναλλαγής των δικαστών στα Τμήματα μετά τη συμπλήρωση πενταετίας θα έχει επίσης ως επακόλουθο την καθυστέρηση, διότι ο δικαστής, ο το πρώτον ενασχολούμενος με διαφορετική νομική ύλη, χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να αφομοιώσει τη σχετική νομοθεσία, νομολογία και θεωρία και να μπορέσει να συμβάλει στην εξέλιξή τους.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι η ρύθμιση για την εναλλαγή των δικαστών στα Τμήματα ανά πενταετία προτείνεται από τον υπουργό ως αναδρομική, και όχι μόνο για τον εφ’ εξής χρόνο. Δηλαδή θα έχει ως αποτέλεσμα, ψηφιζόμενη, να αφαιρεθούν υποθέσεις από τους εισηγητές δικαστές, να επαναληφθούν δίκες στο ακροατήριο με νέες συνθέσεις κ.λπ. Λόγω της αναδρομικότητάς της η διάταξη αντίκειται σαφώς στη συνταγματική αρχή του φυσικού δικαστή.

Τέλος, δεν πρέπει να διαφύγει και το εξής βασικό: σε όλες τις 30.000 εκκρεμούσες υποθέσεις διάδικος είναι η διοίκηση, που όχι σπάνια ασκεί ένδικα μέσα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ακόμη και για να καθυστερήσει πληρωμές σε δικαιωθέντες ιδιώτες, για να μη θεωρηθεί ότι απεμπολεί δικαιώματα του δημοσίου κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση οι δικές της πράξεις, οι πράξεις της διοικήσεως, είναι αυτές που αποτελούν το αντικείμενο των δικών. Οσες ακυρώνονται σημαίνει ότι δεν είναι νόμιμες. Και δεν είναι λίγες. Μήπως, λοιπόν, θα έπρεπε οι επιτελείς και κρατούντες της εκτελεστικής εξουσίας να στρέψουν πρωτίστως τους οφθαλμούς τους στη λειτουργία των υπηρεσιών τους και στην τήρηση εκ μέρους αυτών της νομιμότητας; Οι εκκρεμούσες υποθέσεις θα ήσαν καταφανώς ολιγότερες των 30.000.

*Ο κ. Φίλιππος Κ. Σπυρόπουλος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.


Hμερομηνία : 10/2/08
Copyright: http://www.kathimerini.gr