1.1.-H ελευθερία του τύπου, αποτελεί συνταγματικά(άρθρο 14 παρ 2 Σ) καθιερωμένο ατομικό δικαίωμα ,το οποίο καθιερώνεται στο πλαίσιο της ελευθερίας του λόγου και της εκφράσεως (που περιλαμβάνει το δικαίωμα λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών).Μάλιστα στο άρθρο 5α του Συντάγματος καθιερώνεται το δικαίωμα στην πληροφόρηση Το δικαίωμα της ελευθερίας του τύπου κατοχυρώνεται με την Οικουμενική Διακήρυξη της Γενικής Συνελεύσεως των Ηνωμένων Εθνών του έτους 1948 για τα δικαιώματα του ανθρώπου (άρθρο. 19), ενώ στο άρθρο. 10 της "Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών" του έτους 1950 ορίζεται ότι "κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα εις την ελευθερία εκφράσεως. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης ως και την ελευθερία λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών...".
1.2.-Η σημαντική αποστολή του τύπου ως μέσου εκφράσεως και διαδόσεως των στοχασμών και των πληροφοριών και ως παράγοντα διαμορφώσεως της κοινής γνώμης επέβαλε τη συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας του. Ήδη με το άρθρο. 26 του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 απαγορεύτηκαν τα προληπτικά μέτρα γενικώς (βλ. άρθρο. 10 Συντάγματος 1844, άρθρο. 14 Συντάγματος 1864, άρθρο. 14 Συντάγματος 1911, άρθρο. 16 Συντάγματος 1927, άρθρο. 14 Συντάγματος 1952). Κατά τις διατάξεις του άρθρου. 14 παρ. 1, 2 του ισχύοντος Συντάγματος (1975) "Εκαστος δύναται να εκφράζει και να διαδίδει προφορικώς και διά του τύπου τους στοχασμούς του, τηρών τους νόμους του Κράτους. Ο τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται". Το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών θεωρεί σαν απαραίτητη προυπόθεση την ελευθερία των πηγών τους, η οποία επιτυγχάνεται με τη διασφάλιση του απορρήτου τους. Το δικαίωμα επομένως σιωπής του δημοσιογράφου αναφορικά με την ταυτότητα της πηγής των πληροφοριών του έχει νομικό έρεισμα τις ως άνω Συνταγματικές διατάξεις (βλ. Αθ. Κονταξή: "Τύπος και Δίκαιο" έκδ. 1989 σελ. 345 επ,ΠλημΑθ 10541/1976 ΠοινΧρ ΚΣΤ` 667).
Στο άρθρο. 6 του προοιμίου του κώδικα τιμής των δημοσιογράφων που υιοθετήθηκε από τη διεθνή ομοσπονδία δημοσιογράφων στο δεύτερο συνέδριό της στο Μπορντώ το 1954, θεσμοθετήθηκε το δεοντολογικά απαράδεκτο της αποκαλύψεως των πηγών των δημοσιογράφων (ενώ και στην Ελλάδα υπάρχει ανάλογη πρόβλεψη στο άρ. 7 παρ. 1 του καταστατικού της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (Ε.Σ.Η.Ε.Α.).
Υπό τα δεδομένα αυτά ο δημοσιογράφος αρνούμενος να αποκαλύψει την πηγή των πληροφοριών και στοιχείων της εφημερίδας ασκεί νόμιμο δικαίωμα και ενεργεί μέσα στα όρια των συνταγματικών διατάξεων, σκοπώντας στη διασφάλιση του απορρήτου των πηγών πληροφοριών της εφημερίδας, στοιχείου απαραιτήτου της ελευθερίας λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών.
Συνεπώς, κατά το άρ. 20 ΠΚ αποκλείεται ο άδικος χαρακτήρας τη πράξεως που αποδίδεται στον δημοσιογράφο που αρνείται να αποκαλύψει τις πηγές του (βλ. γνωμοδ. ΕισΑΠ 9/1988 ΕλλΔ/νη 29, 1485 αναφερομένη στους κοινωνικούς λειτουργούς και στην υποχρέωση εχεμυθείας τους).
2.3.-Κατά τη διάταξη του άρ. 224 παρ. 2 ΠΚ αυτουργός του εγκλήματος της ψευδορκίας είναι και εκείνος ο οποίος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι με αυτή επιδιώκεται η τιμωρία των παραβατών του καθήκοντος της αλήθειας που έχουν όσοι εξετάζονται ενόρκως ως μάρτυρες, υποχρεούμενοι για τη διευκόλυνση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να καταθέτουν την αλήθεια και μόνον. Για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού απαιτείται ένορκη κατάθεση σε αρχή αρμόδια να ενεργεί ένορκη εξέταση, ανακριβών περιστατικών, ή άρνηση ή απόκρυψη αληθινών περιστατικών, τα οποία σχετίζονται με την υπόθεση, ανεξάρτητα αν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη για την έκβασή της, ενώ για την υποκειμενική υπόσταση απαιτείται άμεσος δόλος που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των περιστατικών που θεμελιώνουν την αντικειμενική υπόσταση της πράξεως (ΑΠ 1736/1994 ΑΠ 402/1989 Εξ άλλου, κατά το άρ. 209 ΚΠΔ, αν κάποιος καλείται νόμιμα για μαρτυρία, δεν μπορεί να την αρνηθεί, εκτός από τις εξαιρέσεις που ρητά αναγράφονται στον κώδικα. Η αρχή αυτή του υποχρεωτικού της μαρτυρίας κάμπτεται, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις προσώπων που δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο. Σε αντίθεση με τα ισχύοντα σε άλλα δίκαια (πρβλ. παρ. 53 γερμανικού ΚΠΔ, κατά την οποία τα πρόσωπα που συνεργάζονται επαγγελματικά στην προετοιμασία, παραγωγή ή διάδοση του τύπου, της ραδιοφωνίας και της τηλεοράσεως δικαιούνται να αρνηθούν τη μαρτυρία τους σχετικά με το πρόσωπο του συγγραφέα ή αυτών που βοήθησαν την παραγωγή με υλικό τους ή τις πληροφορίες που έδωσαν -βλ. σε Α. Κωνσταντινίδη: "Καθήκον μαρτυρίας και επαγγελματικό απόρρητο στην ποινική δίκη" τεύχος Β` έκδοση 1991 σελ. 47 επ., Θ. Γιαννοπούλου: "Σύγχρονες διαστάσεις της προβληματικής του επαγγελματικού απορρήτου" ΕλλΔ/νη 27 σελ. 929 επ.), στην περιοριστική αναφορά στο άρ. 212 ΚΠΔ των προσώπων που δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο δεν διαλαμβάνονται οι δημοσιογράφοι, ούτε αναφέρονται αυτοί στη " διάταξη του άρ. 371 ΠΚ, η οποία προβλέπει ποινική κύρωση για την παραβίαση της επαγγελματικής εχεμύθειας. Έτσι έχει κριθεί ότι δεν υπάρχει απαγόρευση για τους δημοσιογράφους να καταθέσουν ως μάρτυρες όσα περιήλθαν σε γνώση τους από την άσκηση του επαγγέλματός των, αντίθετα οφείλουν να δίδουν την μαρτυρία τους (ΑΠ 980/1987 ΠοινΧρ ΛΖ` 797).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου