23 Οκτωβρίου 2012

ΜΕΤΑ ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΕ

ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΜΕΤΑ ΤΙΑ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επί κυβερνήσεως του οποίου ιδρύθηκε και άρχισε να λειτουργεί το ΣτΕ, είχε τονίσει, εισηγούμενος ήδη από το 1911 τη δημιουργία του ΣτΕ, «Ζητούμε διά του θεσμού τούτου, όπως το Κράτος του Δικαίου, την Πολιτείαν του Δικαίου, καταστήσωμεν όντως τοιαύτην περιορίζοντες την υπερβασίαν των οργάνων αυτής». Και συνέχιζε με μια παρότρυνση στους μελλοντικούς δικαστές του ΣτΕ: «Θέσατε υπέρ τον Υπουργόν όχι την Αρχήν του ΣτΕ..., θέσατε υπέρ τον Υπουργόν τον Νόμον. Διότι ο Νόμος πρέπει να είναι ανώτερος και του μικρού υπαλλήλου και του ανωτέρου, ανώτερος πασών των Αρχών, ανώτερος και του Υπουργού και του Βασιλέως ακόμη». 
Την Τρίτη 23/11/2010 ενώπιον της Ολομελείας του ΣτΕ συζητήθηκε η γνωστή υπόθεση του Μνημονίου, που είναι η πιο σημαντική υπόθεση που αντιμετώπισε από την ιδρύσητου το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ,η υπόθεση αναφέρεται στο μέλλον του Έθνους και άπτεται ζητημάτων της εθνικής κυριαρχίας, αλλά και κοινωνικών ζητημάτων, όπως το δικαίωμα της εργασίας, η κρίση για τα οποία χρειάζεται με μεγάλη προσοχή και περίσκεψη. 
Όμως τα μηνύματα που ήλθαν από την πρώτη προσέγγιση των δικαστών του ΣτΕ δεν ήταν διόλου αισιόδοξα ,για το μέλλον του Τόπου.
Οι εισηγήσεις που κατατέθηκαν και οι Αποφάσεις που εκδόθηκαν από τους δικαστές δεν μπόρεσαν ν΄αναταποκριθουν δυστυχώς στην μεγάλη σοβαρότητα των ζητημάτων που τέθηκαν με τις Αιτήσεις Ακυρώσεως και δημιουργούν εύλογους προβληματισμούς και απορίες.

Οι δικαστές δέχονται ότι λόγοι υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος επιβληθηκαν το Μνημόνιο κα ιοι περικοπές συντάξεων και μισθών στους δημόσιους υπαλλήλους καθώς και ότι τηρούνται πλήρως οι αρχές της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας. Έτσι παραγνωρίζουν οι Απόφασεις ότι καταργούνται με τον πιο αυθαίρετο και κατηγορηματικό τρόπο τα εργατικά δικαιώματα τα οποία πολλές φορές έχουν κατακτηθεί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Είναι άραγε ανεκτή, με οποιαδήποτε επίκληση σε Κράτος Δικαίου , η περιφρόνηση δικαστικών αποφάσεων και η αγνόηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας από το νομικό μας πολιτισμό, με την επίκληση υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Μ’ αυτό τον τρόπο έχουμε την γνώμη ότι καταλύεται η Συνταγματική τάξη, πράγμα που εντελώς αναιμικά αποκρούει το Δικαστήριο .
Έτσι, βάσει του άρθρου 2 αριθ. 7 του Ν. 3845/2010, προϊόντος επιβολής ενός ιδιαίτερα προβληματικού από τη σκοπιά του Συντάγματος και από πλευράς διαδικασίας (το ζήτημα αν απαιτούνται κατά το άρθρο 28 πλειοψηφία 151 ή 180 βουλευτών που θα αντιμετωπίσει στην διάσκεψη του το Δικαστήριο ), αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαίου (βλ. ιδίως άρθρο 6 Συνθ. ΕΕ) μηχανισμού στήριξης της περιβόητης Τρόικας (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ), καταργούνται πια τα κατώτατα όρια ασφάλειας των Εθνικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, αφού είναι δυνατή η μείωσή τους μέσω οποιουδήποτε άλλου είδους συλλογικής σύμβασης εργασίας!
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στις Αποφάσεις τα μέτρα που επιβάλλει το Μνημόνιο είναι απολύτως σύμφωνα με το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του ανθρώπου αλλά και τις διεθνείς συμβάσεις.
Οι αποφασεις επισημαίνουν ότι η ένταξη της χώρας μας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν περιορίζει την άσκηση της εθνικής μας κυριαρχίας ,ενώ στην πραγματικότητα δεν λαμβάνουν υπόψη τους λόγους ακύρωσης που αναφέρονται στο σοβαρότατο αυτό ζήτημα .Αλλωστε και Κυβέρνηση για την επιβολή των δυσβάστακτων μέτρων επικαλείται την επιβολή των μήτρων εξωθεν ,αυτά τα αγνοεί το Δικαστήριο .- 
Ακόμη οι αποφάσεις αναφέρουν ότι: Η κυβέρνηση έλαβε μέσω του μνημονίου « μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής για την άμεση αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης, η οποία έχει καταστήσει αδύνατη την εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών της χώρας μέσω των διεθνών αγορών και πιθανό το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Περαιτέρω υποστηρίζουν ότι τα μέτρα δικαιολογούνται από σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που ανάγονται στην ανάγκη μείωσης του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος και του εξωτερικού χρέους της χώρας, ενόψει και των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η Ελλάδα στα πλαίσια της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
Ακόμη, , σημειώνεται ότι οι περικοπές δεν συνεπάγονται ουσιώδη απομείωση των συνολικών αποδοχών των εργαζομένων και των συνταξιούχων!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Οι απόψεις αυτές έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις απόψεις της επιστημονικής κοινότητας, του νομικού κόσμου αλλά και σε αντίθεση με την νομολογία όλων των Ελληνικών δικαστηρίων και ιδίως της Ολομελειας του ΣτΕ.
Αναμφισβήτητα δεν θα μπορούσαν να γίνουν δεκτες από τους μεγάλους νομομαθείς Συνταγματολόγους Σαριπόλο και του Σβώλο που δε δέχονταν την ισχύ νομικού κανόνα salus rei publicae suprema lex est και γι' αυτό θεωρούσαν αντισυνταγματικό το δίκαιο της ανάγκης, πράγμα που συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.- Salus populi suprema lex ”
2.1.-Η αρχή του κράτους δικαίου ανάγεται σε βασική αρχή διασφαλίσεως της νομιμότητας, δηλαδή της τηρήσεως όχι μόνο των νόμων, αλλά και της επιδιώξεως αυτής της ιδέας του δικαίου υπό ουσιαστική πλέον έννοια και περιεχόμενο, και ενέχει αντίστοιχη θεσμική-συνταγματική εγγύηση.
Ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει το δημόσιο συμφέρον ως το πολιτικόν δίκαιον «έστι δε το πολιτικόν αγαθόν το δίκαιον, και τούτο πάλιν το κοινή συμφέρον». Το δημόσιο δίκαιο έχει δικαιολογητική βάση την αρχή «πότερον τω νομοθέτη νομοθετητέον τίθεσθαι τους ορθοτάτους νόμους…Το δ’ ορθόν ληπτέον ίσως, το δ’ ίσως ορθόν προς το της πόλεως όλης συμφέρον και προς το κοινόν των πολιτών».
Παρατηρείται το φαινόμενο, μέσω της επικλήσεως της ανάγκης για τη θεραπεία διάφορων κοινωνικοπολιτικών σκοπών και καταστάσεων, να επέρχεται, κατά τη θέσπιση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, διάσπαση της αρχών του κράτους δικαίου. Μέσα στα πλαίσια των κρατουσών κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών συνθηκών, όπως αυτές διαμορφωθήκαν από τη δημιουργία του Νεοελληνικού Κράτους, αλλά και την ύπαρξη πραγματικών και ενίοτε επιτακτικών ζητημάτων, επί μακρόν το κράτος νομοθετούσε θέτοντας το Ελληνικό Δημόσιο εκτός των δικονομικών πλαισίων που ισχύουν για όλους τους λοιπούς διαδίκους. Στο Δημόσιο Δίκαιο ισχύει ή γενική ρήτρα του δημοσίου συμφέροντος( Salus populi suprema lex), συμφώνα προς την οποία, επιτρέπεται, ή γίνεται ανεκτή ή ολική η μερική άρνηση της τυπικής νομιμότητας, όταν ή τήρηση της συγκρούεται προς την πραγματικότητα (σωτηρίαν λαού: Salus populi) δημιουργούσα σοβαρούς κίνδυνους δια τις βασικές αξίας, του λαού και η εφαρμογή της επιτρέπεται σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, τελεί πάντοτε όμως υπό τον ελέγχον των δικαστηρίων, τα όποια κρίνουν περί του αν ή παρέκκλιση από της τυπικής νομιμότητας είναι ή όχι επιβεβλημένη και πέραν τούτου αν συμβατή με τις ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις και την ΕΣΔΑ , Στο παρελθόν στο πλαίσιο αυτό της γενικής ρήτρας του δημοσίου συμφέροντος τα δικαστήρια έκριναν ότι ο Νόμος 1584 της 24/25.2.1986. «Για την κύρωση της από 18 Οκτωβρίου 1985 πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου του προέδρου της Δημοκρατίας "Μέτρα Προστασίας της εθνικής Οικονομίας» (Α 16) είναι συνταγματικός. Η πράξη αυτή όρισε ότι από την έναρξη της ισχύος της και μέχρι τέλους του έτους 1987 "απαγορεύεται η συνομολόγηση ως και η χορήγηση ή καταβολή με οποιοδήποτε τρόπο και για οποιοδήποτε λόγο αυξήσεων των κάθε είδους, φύσεως και ονομασίας αποδοχών των εργαζομένων για την ίδια χρονική περίοδο, εφόσον δεν βρίσκονται μέσα στα πλαίσια της εισοδηματικής πολιτικής της Κυβερνήσεως" (άρθρο μόνο παρ. 1) και ότι η απαγόρευση αυτή καλύπτει κάθε συνομολόγηση αυξήσεων που γίνεται, μεταξύ άλλων, με συλλογική σύμβαση ή διαιτητική απόφαση, ισχύει για όλους τους εργαζόμενους τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα και "καλύπτει κάθε είδους αύξηση στις αποδοχές των εργαζομένων, δηλαδή τους μισθούς, τα ημερομίσθια, τα ωρομίσθια, τα επιδόματα, τα βοηθήματα ή τις οποιεσδήποτε άλλες παροχές προς αυτούς, κατά οποιοδήποτε τρόπο και με οποιοδήποτε μορφή ή ονομασία επιχειρείται, είτε με αύξηση υφισταμένων, είτε με θέσπιση ή συνομολόγηση νέων τέτοιων αποδοχών ή παροχών" (παρ. 2). Η πράξη αυτή όρισε ακόμη ότι "κάθε διάταξη νόμου και κάθε διάταξη, όρος ή ρήτρα συλλογικής συμβάσεως εργασίας, διαιτητικής αποφάσεως, υπουργικής αποφάσεως ή οιουδήποτε είδους διοικητικής πράξεως κανονιστικού χαρακτήρα καθώς και κάθε όρος ατομικής συμβάσεως εργασίας ή συμφωνία, που αντίκειται στις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, καταργούνται" (παρ. 6).
2.2- Βασικές αρχές της διοικητικής δράσης είναι : α)η αρχή της νομιμότητας, β)το δημόσιο συμφέρον και γ)η προστασία του διοικουμένου. Το άρθρο 25 του ισχύοντος Συντάγματος, προβλέποντας ρητά την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, αναγνωρίζει, την αρχή του κράτους δικαίου. Έχει διαμορφωθεί εν τω μεταξύ νομολογιακά η αρχή της εμπιστοσύνης στις πράξεις της Διοικήσεως και καθιερώθηκε κατά την αναθεώρηση του 2001 η αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή του κράτους δικαίου ανάγεται σε βασική αρχή διασφαλίσεως της νομιμότητας, δηλαδή της τηρήσεως όχι μόνο των νόμων, αλλά της επιδιώξεως αυτής της ιδέας του δικαίου υπό ουσιαστική πλέον έννοια και περιεχόμενο και ενέχει αντίστοιχη θεσμική-συνταγματική εγγύηση. Βασικό όμως χαρακτηριστικό του Κράτους Δικαίου είναι η ισονομία, δηλαδή η ισότητα και ισοτέλεια όλων όσων υπόκεινται στην έννομη τάξη που συγκροτούν οι παραπάνω αρχές και οι ρυθμιστικοί κανόνες συμπεριφοράς, οι οποίοι διέπουν τις σχέσεις των ατόμων, των νομικών προσώπων, μεταξύ τους και έναντι του Κράτους, καθώς επίσης τις πράξεις και γενικότερα την δράση του τελευταίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οργανισμών και κρατικών Αρχών, έναντι των πρώτων.
Στο κράτος, η έννοια του δημοσίου συμφέροντος συνίσταται στο συμφέρον όλων των μελών της κοινωνίας ως σύνολο αλλά και κάθε ατόμου χωριστά. Το δημόσιο συμφέρον ορίζεται, λοιπόν, ως γενικό, όταν αφορά στο σύνολο των μελών της κοινωνίας και ως ειδικό, όταν αφορά σε επιμέρους κοινωνικές ομάδες (κοινωνικό συμφέρον) ή σε ένα μόνο άτομο (ατομικό συμφέρον). Στο κράτος, τόσο το ατομικό όσο και το κοινωνικό συμφέρον είναι πτυχές του δημοσίου συμφέροντος και ως, εκ τούτου, η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος δεν δύναται να γίνεται σε βάρος συγκεκριμένων ατόμων ή κοινωνικών ομάδων. Αντίστοιχα, δεν νοείται σε καμιά περίπτωση περιορισμός ατομικών, πολιτικών ή κοινωνικών δικαιωμάτων χάριν ενός κάποιου γενικότερου συμφέροντος, παρά μόνο σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις υψίστης σημασίας (π.χ. όταν γίνεται πόλεμος, κίνδυνος χρεωκοπίας της χώρας ) και πάντοτε όμως με βάση την αρχή της αναλογικότητας Ψηφίστηκε από την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η έκθεση για την προσχώρηση της ΕΕ στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες (ΕΣΔΑ). Με την προσχώρηση, παίρνει σάρκα και οστά το αίτημα στη Συνθήκη της Λισαβόνας για τη δημιουργία ισχυρού ευρωπαϊκού συστήματος προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο μπορεί μέχρι σήμερα να ενσωμάτωνε ήδη το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αλλά πλέον ενδυναμώνεται, καλύπτοντας σχεδόν το σύνολο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ισχυροποιώντας τη θέση της ΕΕ έναντι τρίτων στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Μέσα στο πλαίσιο αυτό επρέπε να εξετασθεί η συμβατότητα του ν 3845/2010 με τις παραπάνω δικαικές Αρχές
Ως προς το θέμα της απαγόρευσης ανατροπής του προϋπολογισμού με δικαστικές αποφάσεις, δηλαδή των αναδρομικών που επιδικάζονται από τα δικαστήρια, για όλους τους εργαζομένους και όχι μόνο για τους δικαστές, έχω την εντύπωση ότι τέτοια ρύθμιση ή άποψη θα ήταν αντίθετη με την έννοια του «κράτους δικαίου» αλλά και με τη σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Με το άρθρο 1 περ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που κυρώθηκε μαζί με τη σύμβαση με το ν.δ. 537/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προστατεύεται η περιουσία του ανθρώπου, στην οποία συμπεριλαμβάνονται τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και δη οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφ’ όσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ. ΑΠ 40/1998).
Έτσι, η τήρηση των προβλέψεων του προϋπολογισμού δεν μπορεί ποτέ να ακυρώσει ή να αναστείλει την επιδίκαση των εύλογων αξιώσεων των Πολιτών και πολύ περισσότερο δεν μπορεί ν’ ακυρώσει δικαιώματα που έχουν διαγνωσθεί με δικαστικές αποφάσεις και μάλιστα Ανωτάτων Δικαστηρίων .. Οι ρυθμίσεις του του ν. 3845/2010 παραβιάζεται το άρθρο 22 του Συντάγματος για την προστασία της εργασίας και του μισθού, όπως και η συνταγματική Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς την Πολιτεία αλλά και την άμεση παρέμβαση στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, οι δικαστικές αποφάσεις της που έχουν αναγνωρίσει τα συγκεκριμένα δικαιώματα αυτά τίθενται στο περιθώριο κατά παράβαση των διατάξεων του Συντάγματος.-
Οι ρυθμίσεις του του ν. 3845/2010 κατά τη γνώμη μου ευθέως παραβιάζουν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία προβλέπει ότι ο Νομοθέτης «δεν έχει τη δυνατότητα να αποσβέσει περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα (μισθοί, συντάξεις κλπ), εάν δεν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή ωφελείας». Όμως για την πληρότητα της έννοιας της «δημόσιας ωφελείας» και του «δημοσίου συμφέροντος» προκειμένου να αποσβεσθούν ενοχικά δικαιώματα δεν αρκεί μόνο το «δημοσιονομικό όφελος» ή η «δανειακή αφερεγγυότητα της χώρας» που προβλέπονται από το ΜΝΗΜΟΝΙΟ ως δικαιολογητική βάση των μέτρων και των περικοπών. Είναι πάγια η Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την οποία έχει υιοθετήσει η Ε.Ε. Αλλα με την υπ’ αριθμό. 40/1998 απόφασή της και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Με το Μνημόνιο και τις λοιπές νομοθετικές ρυθμίσεις παραβιάζεται το άρθρο 22 του Συντάγματος για την προστασία της εργασίας και του μισθού, όπως και η συνταγματική Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς την Πολιτεία. Επίσης παραβιάζεται το άρθρο 28 παρ. 2 του Συντάγματος, όπου για «να αναγνωρισθούν με συνθήκη η συμφωνία με όργανα διεθνών οργανισμών (βλέπε ΤΡΟΙΚΑ) αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα απαιτείται κατά τη ψήφιση του Νόμου κύρωσης της συνθήκης (βλέπε ΜΝΗΜΟΝΙΟ) η πλειοψηφία των 3/5 της Βουλής»
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Έτσι οι κανόνες του Μνημονίου, αλλά και των επί μέρους νόμων, συμβάσεων και κανονιστικών πράξεων εφαρμογής του, που δεν συνάδουν προς το Σύνταγμα είναι επίσης ανίσχυροι και ανεφάρμοστοι. Εν όψει και του άρθρου 120 παρ. 2 του Συντάγματος: «Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση» 
ΑΥΤΑ ΜΕ ΠΟΛΛΗ ΛΥΠΗ ΓΙΑ ΟΣΑ ΕΓΙΝΑΝ ΚΑΙ ΟΣΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ ΚΑΙ ΘΑ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια: