17 Νοεμβρίου 2019

Η ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ΓΙΑ «ΑΘΕΜΙΤΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ».


Η ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ΓΙΑ «ΑΘΕΜΙΤΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ».

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑΑνεξάρτητα από την ποινική διάσταση  μεγάλων ποινικών υποθέσεων με δημόσιο ενδιαφέρον  και εν όψει του γεγονότος ότι στις ΗΠΑ[1] γίνεται ολόκληρη συζήτηση και διαδικασία για την επιβολή κυρώσεων για «αθέμιτες πρακτικές», πιστεύω ότι θα ήταν σκόπιμο να ερευνηθούν και στην Ελλάδα παράλληλα και η επιβολή  κυρώσεων (διοικητικών) σε ανάλογες περιπτώσεις. Οι διεθνείς εξελίξεις κατατείνουν στην αυστηροποίηση[2] των νομικών πλαισίων γύρω από τη δραστηριότητα των εταιριών, με σκοπό πάνω από όλα την καλύτερη λειτουργία του παγκόσμιου κράτους δικαίου


[1] Στις ΗΠΑ σε ομοσπονδιακό επίπεδο, τουλάχιστον ύστερα  από την απόφαση “New York Central and Hudson River Railroad Company”, είναι αυτή της «Θεωρίας της αντιπροσωπευτικής ευθύνης» (vicarious liability). Σύμφωνα με αυτήν, την ποινική ευθύνη του νομικού προσώπου θεμελιώνει η συμπεριφορά κάθε φυσικού προσώπου, το οποίο ενεργώντας εντός των πλαισίων της αρμοδιότητάς του, παραβιάζει τον ποινικό νόμο με σκοπό να προσπορίσει οικονομικό όφελος στην επιχείρηση.
[2] Από το 1977 η Ένωση προχώρησε σε σύσταση προς τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών να εξετάσουν τις αρχές της ποινικής ευθύνης ώστε να εισαγάγουν στα εθνικά τους ποινικά συστήματα ευθέως την ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων για περιβαλλοντικές παραβάσεις. Ανάλογες συστάσεις επανελήφθησαν το 1982 (για την προστασία του καταναλωτή) και το 1988 (γενικότερα). Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 το λεγόμενο “Corpus Juris”, ένα πρότυπο κανονιστικό κείμενο που αφορούσε την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, το οποίο δεν ίσχυσε ποτέ αυτοτελώς, αλλά έδωσε σαφή προσανατολισμό σε πληθώρα Συμβάσεων και Πρωτοκόλλων τα οποία ακολούθησαν και τα οποία κυρώθηκαν από την Ελλάδα σύμφωνα με τη σχετική διαδικασία.

1.-Κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά από τη νομολογία αναφορικά με την ευθύνη των νομικών προσώπων κατ’ άρθρον 71 Α.Κ[3] «Από το άρθρο 71 ΑΚ προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων, που, κατά τα άρθρα 65, 67 και 68 ΑΚ, το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν τη βούλησή του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση.Έτσι, προϋποθέσεις της κατά τη διάταξη αυτή αυτοτελούς αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου είναι: α) πράξη ή παράλειψη, που να μην είναι δικαιοπραξία και να παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως με βάση άλλες διατάξεις, όπως είναι εκείνες των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, β) να πρόκειται για πράξη ή παράλειψη των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο (ως όργανα, κατά τον νομοθετικό λόγο της διάταξης αυτής, νοούνται όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 AK (καταστατικά όργανα), αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου ακόμα και αν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου) και γ) η πράξη ή η παράλειψη να έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που είχαν ανατεθεί στο όργανο, πρέπει δηλαδή να βρίσκεται σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των καθηκόντων του οργάνου, είναι δε αδιάφορο για την ευθύνη του νομικού προσώπου, αν το όργανο ενήργησε καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων αυτών ή κατά κατάχρηση της εξουσίας του. Δεδομένου δε ότι η υπαιτιότητα, η οποία ορίζεται ως «η επιλήψιμη ψυχική κατάσταση ενός προσώπου απέναντι στην παράνομη εξωτερική συμπεριφορά του» προσήκει μόνο σε φυσικά πρόσωπα, το νομικό πρόσωπο δεν αδικοπρακτεί, αλλά ευθύνεται για την αδικοπραξία είτε των οργάνων του, κατ’ άρθρο 71 ΑΚ, είτε των προστηθέντων απ’ αυτό, κατ’ άρθρο 922 AK».
2.-Από την επισκόπηση της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας είναι φανερό, ότι ουδέποτε καθιερώθηκε στην Ελλάδα ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων. Στο ελληνικό δίκαιο τα νομικά πρόσωπα δεν μπορούν να έχουν ποινική ευθύνη, στο μέτρο που ούτε κατά κυριολεξία πράττουν ούτε έχουν ενοχή για τις πράξεις που κατά πλάσμα δικαίου τους καταλογίζονται. Έτσι το δίκαιό μας αναγνωρίζει μόνο τη δυνατότητα επιβολής αστικών και διοικητικών κυρώσεων σε βάρος τους. Αποσπασματικά, όμως, σε ορισμένους ειδικούς ποινικούς νόμους προβλεπόταν ότι αν ένα φυσικό πρόσωπο τελέσει αξιόποινη πράξη για λογαριασμό ενός τρίτου προσώπου, φυσικού ή νομικού, τότε το τελευταίο δύναται να κηρυχθεί εις ολόκληρον υπόχρεο για την καταβολή της χρηματικής ποινής, που επεβλήθη στον αυτουργό. Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας διάταξης αποτελούν το άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος, όπου ρητά προβλέπεται ότι        «Αν η ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος προέρχεται από τη δραστηριότητα νομικού προσώπου, το δικαστήριο κηρύσσει αστικώς υπεύθυνο εις ολόκληρον για την καταβολή της χρηματικής ποινής και το νομικό πρόσωπο.»[4], καθώς και τα άρθρα 161 και 162 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (Ν. 2960/2001) σύμφωνα με τα οποία στην περίπτωση της λαθρεμπορίας είναι δυνατό να κηρυχθεί «αλληλέγγυα συνυπεύθυνος αστικά μετά του καταδικασθέντος για πληρωμή της καταγνωσθείσας χρηματικής ποινής» και ο κύριος ή ο παραλήπτης των λαθραίων εμπορευμάτων, οι ιδιοκτήτες πλοίων και λοιπών μεταφορικών μέσων, καθώς επίσης και οι εταιρείες μεταφορών που διευκόλυναν τη μεταφορά των εμπορευμάτων αυτών. Στις ανωτέρω περιπτώσεις συγκαταλέγονται και τα νομικά πρόσωπα, τα οποία φέρουν μια από τις αναφερθείσες ιδιότητες. Παρά το γεγονός, ότι στις ανωτέρω διατάξεις γίνεται λόγος για εις ολόκληρον αστική ευθύνη του τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου, εν τοις πράγμασι πρόκειται για αμιγώς αντιπροσωπευτική ποινική ευθύνη για αλλότριες πράξεις από τη στιγμή που το φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς όφελος και για λογαριασμό του οποίου τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη καλείται να καταβάλει τη χρηματική ποινή, στην οποία καταδικάστηκε ο φυσικός αυτουργός του εγκλήματος.
3.-Ακόμη, όπως έχει ήδη αναφερθεί  η Ελλάδα έχει αποτελέσει συμβαλλόμενο μέρος σε διεθνή συμβατικά κείμενα, τα οποία ναι μεν αναγνωρίζουν την ευθύνη των νομικών προσώπων και δημιουργούν την υποχρέωση  πρόβλεψης αποτελεσματικών, αναλογικών και ανατρεπτικών κυρώσεων κατά αυτών, ωστόσο δεν καθιστούν υποχρεωτική την πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων. Ως εναλλακτική λύση είναι δυνατή η προσφυγή στο διοικητικό δίκαιο. Έτσι ο Έλληνας νομοθέτης, συνεπής στη μη αναγνώριση της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων κατέφυγε συχνά στην επιβολή αμιγώς διοικητικών κυρώσεων. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν το άρθρο 10 του Ν. 3560/2007, σύμφωνα με το οποίο στην περίπτωση των αξιοποίνων πράξεων της ενεργητικής δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, που τελούνται προς όφελος και για λογαριασμό νομικού προσώπου πέραν της ποινικής ευθύνης του φυσικού προσώπου, δύναται να επιβληθεί και στο νομικό πρόσωπο «α. διοικητικό πρόστιμο μέχρι του τριπλάσιου της αξίας του οφέλους που επιτεύχθηκε ή επιδιώχθηκε ή β. προσωρινή ή σε περίπτωση υποτροπής οριστική απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή γ. πρόσκαιρος ή οριστικός αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις.». Εξίσου το άρθρο 41 του Ν. 4251/2004 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 3875/2010) προβλέπει, ότι σε περίπτωση τέλεσης των προβλεπόμενων στα άρθρα 187 και 187Α ΠΚ αξιοποίνων πράξεων μέσω ή προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου, τότε κατά του νομικού προσώπου επιβάλλονται διαζευκτικά αντίστοιχες με τις προαναφερθείσες διοικητικές κυρίως κυρώσεις.
4.-Έπειτα, λοιπόν, από επισκόπηση και άλλων συναφών διατάξεων καθίσταται πλέον σαφής ο προσανατολισμός του Έλληνα νομοθέτη στην επιβολή αμιγώς διοικητικών κυρώσεων, όπως τα διοικητικά πρόστιμα, ο αποκλεισμός από δημόσιες παροχές και ενισχύσεις, η προσωρινή ή και οριστική απαγόρευση άσκησης ορισμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας, η δικαστική εποπτεία και εσχάτως το προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο των εγκαταστάσεων, που χρησιμοποιήθηκαν ως μέσω για την τέλεση των αξιοποίνων πράξεων. Εν τούτοις η επιβολή κυρώσεων διοικητικής κατά βάση φύσεως θα έπρεπε να επαναξιολογηθεί επί τη βάσει του ότι αφενός οι εν λόγω κυρώσεις επιβάλλονται από τη Διοίκηση και όχι από τα Δικαστήρια, γεγονός το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την απουσία των εγγυήσεων της ποινικής δίκης, και αφετέρου ότι το ύψος των προβλεπόμενων από τις επιμέρους νομοθετικές διατάξεις και επιβαλλόμενων από τη Διοίκηση κυρώσεων είναι πολλές φορές δυσανάλογο σε σύγκριση με το ύψος της χρηματικής ποινής, που δύναται να επιβάλει ένα ποινικό δικαστήριο.




[1] Στις ΗΠΑ σε ομοσπονδιακό επίπεδο, τουλάχιστον ύστερα  από την απόφαση “New York Central and Hudson River Railroad Company”, είναι αυτή της «Θεωρίας της αντιπροσωπευτικής ευθύνης» (vicarious liability). Σύμφωνα με αυτήν, την ποινική ευθύνη του νομικού προσώπου θεμελιώνει η συμπεριφορά κάθε φυσικού προσώπου, το οποίο ενεργώντας εντός των πλαισίων της αρμοδιότητάς του, παραβιάζει τον ποινικό νόμο με σκοπό να προσπορίσει οικονομικό όφελος στην επιχείρηση.
[2] Από το 1977 η Ένωση προχώρησε σε σύσταση προς τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών να εξετάσουν τις αρχές της ποινικής ευθύνης ώστε να εισαγάγουν στα εθνικά τους ποινικά συστήματα ευθέως την ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων για περιβαλλοντικές παραβάσεις. Ανάλογες συστάσεις επανελήφθησαν το 1982 (για την προστασία του καταναλωτή) και το 1988 (γενικότερα). Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 το λεγόμενο “Corpus Juris”, ένα πρότυπο κανονιστικό κείμενο που αφορούσε την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, το οποίο δεν ίσχυσε ποτέ αυτοτελώς, αλλά έδωσε σαφή προσανατολισμό σε πληθώρα Συμβάσεων και Πρωτοκόλλων τα οποία ακολούθησαν και τα οποία κυρώθηκαν από την Ελλάδα σύμφωνα με τη σχετική διαδικασία.
[3] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1885/2014, ΑΠ 1761/2014, ΑΠ 1723/2014, ΜΠρΑλεξ 27/2013, ΕφΛαρ 57/2012, ΠΠΑ 1066/2011, ΑΠ 29/2006, ΕφΠειρ 151/2006, ΕφΑθ 8419/2005, ΕφΠειρ 161/2004, ΕφΠατρ 673/2004, ΕφΔωδεκ 114/2004, ΜΠρΘεσσ 135/2003, ΜΠρΛαμ 383/2000, ΑΠ 1615/1999, ΕφΑθ 6292/1999, ΕφΑθ 6922/1994, ΑΠ 191/1990, άπασες Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ.
[4] Μετά την αλλαγή του με το νόμο 4042/2012, έχει θεσπι¬στεί μια επιπλέον υποχρέωση επιβολής ιδιαίτερα αυστηρών διοικητικών κυρώσεων στα νομικά πρόσωπα, η οποία συναρτάται ακριβώς με την εγκληματική δράση των διευθυντικών τους στελεχών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην Οδηγία 2008/99/ΕΚ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: